σκηνογραφίᾳ

σκηνογραφίᾳ
σκηνογραφίαι , σκηνογραφία
scene-painting
fem nom/voc pl
σκηνογραφίᾱͅ , σκηνογραφία
scene-painting
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκηνογραφία — Σύνολο στοιχείων καλλιτεχνικού και τεχνικού χαρακτήρα που σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση, επιτρέπει την πραγμάτωση του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται η σκηνή. Η σ. στο θέατρο συνδέεται με την ιστορία του θεάτρου. Ήδη οι… …   Dictionary of Greek

  • σκηνογραφία — η 1. η τέχνη του σκηνογράφου. 2. σκηνικός διάκοσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνογραφίαι — σκηνογραφία scene painting fem nom/voc pl σκηνογραφίᾱͅ , σκηνογραφία scene painting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνογραφίαν — σκηνογραφίᾱν , σκηνογραφία scene painting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνογραφίαις — σκηνογραφία scene painting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • κονστρουκτιβισμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα, που παρουσιάστηκε επίσημα το 1913, όταν ο Ρώσος καλλιτέχνης Βλαντιμίρ Εγκράφοβιτς Τάτλιν δημιούργησε μια αφηρημένη, ανάγλυφη κατασκευή (ο όρος κ. προέρχεται από την αγγλική λέξη construction που σημαίνει κατασκευή). Η βασική… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”